(η)μερώνω

(η)μερώνω
(η)μερώνω
(η)μέρωσα, (η)μερώθηκα, (η)μερωμένος
1. μτβ., δαμάζω: Τα κατοικίδια ζώα ήταν στην αρχή άγρια και ημερώθηκαν από τον άνθρωπο.
2. εξευγενίζω, εκπολιτίζω: Ημερώνω τα ένστικτα. – Ημερώνω ένα λαό.
3. αμτβ., καθησυχάζω, γίνομαι ήμερος: Είναι τόση η οργή του, που δεν ημερώνει με τίποτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μερώνω — μερώνω, μέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μερώνω — βλ. ημερώνω …   Dictionary of Greek

  • ημερώνω — και μερώνω (AM ἡμερῶ, όω, Μ και ἡμερώνω) [ήμερος] 1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω 2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ 3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω νεοελλ. 1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αμέρωτος — η, ο [μερώνω] ο αμέρευτος* …   Dictionary of Greek

  • δυόσμος — η ονομασία τής αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού η (πρβλ. ηγούμενος γούμενος, ημερώνω μερώνω, υβρίζω βρίζω] …   Dictionary of Greek

  • μωρώνω — (για βρέφη) καθησυχάζω, καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερώνω, με παρετυμολ. επίδραση τού μωρό] …   Dictionary of Greek

  • γαληνεύω — γαλήνεψα, γαληνεμένος 1. μτβ., ηρεμώ, καταπραΰνω, καθησυχάζω, μερώνω κάποιον. 2. αμτβ., ησυχάζω, ηρεμώ, καλμάρω: Είναι νευρικός αλλά γαληνεύει πάντα μόλις βλέπει το εγγόνι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξημερώνω — εξημέρωσα, εξημερώθηκα, εξημερωμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι από άγριο σε ήμερο, μερώνω, δαμάζω. 2. μτφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καλμάρω. 3. εκπολιτίζω, εξευγενίζω, ανθρωπεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιθασεύω — τιθάσεψα, τιθασεύτηκα, τιθασευμένος, εξημερώνω, δαμάζω, μερώνω: Τιθασευμένο λιοντάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”